- συμπρατήρ
- -ῆρος, ὁ, Α [συμπιπράσκω](κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ τὰ πωλούμενα ὑφ' ἑτέρου βεβαιῶν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπρατήρ — warrantor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)